επάνθημα — το (Α ἐπάνθημα) [επανθώ] νεοελλ. (ορυκτ.) λεπτό απόθεμα ορυκτής ουσίας πάνω στην επιφάνεια πετρώματος αρχ. 1. αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ο ανθός, το κόσμημα («γέλως ὥσπερ τι ἐπάνθημα ὑπάρχων»,… … Dictionary of Greek
μάθημα — το (AM μάθημα, Μ και μάθημαν) [μαθαίνω] καθετί που έμαθε ή μαθαίνει κάποιος («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο κλάδο («το μάθημα τής φυσικής») 2. φρ. α) «κάνω μάθημα»… … Dictionary of Greek
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek